- αἰτιᾱτικός
- αἰτιᾱτικός, anklägerisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αἰτιατικός — causal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιατικός — ή, ό (Α αἰτιατικός, ή, όν) [αἰτιατός] νεοελλ. αρχ. (το θηλυκό ως ουσ.) η αιτιατική* μσν. 1. αιτιώδης 2. αυτός που διατυπώνει κατηγορία 3. επίρρ. αἰτιατικῶς κατ’ αιτιατική … Dictionary of Greek
αἰτιατικῶν — αἰτιατικός causal fem gen pl αἰτιατικός causal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικόν — αἰτιατικός causal masc acc sg αἰτιατικός causal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικαῖς — αἰτιατικός causal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικαί — αἰτιατικός causal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικοί — αἰτιατικός causal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικοῦ — αἰτιατικός causal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικούς — αἰτιατικός causal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικῆς — αἰτιατικός causal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικῇ — αἰτιατικός causal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)